λυδιστί

λυδιστί
(Α λυδιστί)
επίρρ. κατά τη γλώσσα ή κατά τον τρόπο τών Λυδών
αρχ.
φρ. «λυδιστὶ ἁρμονία»
(αρχ. ελλ. μουσ.) ο λύδιος τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυδός + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. Γαλλ-ιστί, Ιων-ιστί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λυδιστί — Λῡδιστί , Λυδιστί after the Lydian fashion indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυδιστί — λῡδιστί , Λυδιστί after the Lydian fashion indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυδικός — ή, ό (AM λυδικός, ή, όν) [Λυδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία ή στους Λυδούς. επίρρ... λυδικῶς (Μ) λυδιστί, κατά τον τρόπο τών Λυδών …   Dictionary of Greek

  • Άνθιππος — Μυθολογικό πρόσωπο. Θεωρείται, κατά την παράδοση, αυτός που επινόησε και δίδαξε πρώτος τη λυδιστί αρμονία (ή λύδιον είδοςλύδιον μέλος), ένα από τα επτά συστήματα της αρχαίας ελληνικής μουσικής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”